- γονυαλγής
- γονῠ-αλγής, ές,A suffering pain in the knee, Hp.Epid.6.4.11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γονυαλγής — γονυαλγής, ές (Α) αυτός που έχει πόνο στα γόνατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γόνυ + αλγής < άλγος (πρβλ. δυσαλγής, κεφαλαλγής, οσφυαλγής)] … Dictionary of Greek
γονυαλγεῖς — γονυαλγής suffering pain in the knee masc/fem acc pl γονυαλγής suffering pain in the knee masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονυαλγέες — γονυαλγής suffering pain in the knee masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη … Dictionary of Greek